οιωνιστικη

οιωνιστικη
    οἰωνιστική
     (sc. τέχνη) искусство птицегадания Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οιωνιστικη" в других словарях:

  • οἰωνιστική — οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιονοϊστική — οἰονοϊοτική, ἡ (Α) λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική …   Dictionary of Greek

  • οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»